„εκπληρώνω“: μεταβατικό ρήμα εκπληρώνω [ekpliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ausführen, ausüben, erfüllen, halten ausführen, ausüben εκπληρώνω εκτελώ εκπληρώνω εκτελώ erfüllen εκπληρώνω καθήκον, επιθυμία εκπληρώνω καθήκον, επιθυμία halten εκπληρώνω υπόσχεση εκπληρώνω υπόσχεση