εκμετάλλευση
[ekmeˈtalefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ausnutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκμετάλλευση χρόνου, ανθρώπου, καλοσύνηςεκμετάλλευση χρόνου, ανθρώπου, καλοσύνης
- Ausbeutungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκμετάλλευση αποκόμιση αθέμιτου κέρδουςεκμετάλλευση αποκόμιση αθέμιτου κέρδους
- Wahrnehmungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκμετάλλευση ευκαιρίαςεκμετάλλευση ευκαιρίας
ejemplos
- εκμετάλλευση ανηλίκωνKinderarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f