„εκλεπτυσμένος“ εκλεπτυσμένος [ekleptizˈmenos], εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) druckreif druckreif εκλεπτυσμένος εκλεπτυσμένος