„εκλέγω“: μεταβατικό ρήμα εκλέγω [eˈkleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) auswählen, wählen auswählen εκλέγω διαλέγω εκλέγω διαλέγω wählen εκλέγω πολιτική | Politikπολιτ εκλέγω πολιτική | Politikπολιτ