εκκολαπτήριο
[ekolapˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Brutkastenαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκκολαπτήριο ιατρική | Medizinιατρεκκολαπτήριο ιατρική | Medizinιατρ