„εκκαθαρίζω“: μεταβατικό ρήμα εκκαθαρίζω [ekaθaˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) säubern säubern εκκαθαρίζω εκκαθαρίζω ejemplos εκκαθαρίζω επιχείρηση liquidieren εκκαθαρίζω επιχείρηση