εκδοτικός
[ekðotiˈkos], εκδοτική, εκδοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- εκδοτικά δικαιώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVerlagsrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- εκδοτικός οίκοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mVerlagsbuchhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos