„εισχωρώ“: αμετάβατο ρήμα εισχωρώ [isxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) dringen (ein)dringen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) εισχωρώ εισχωρώ