εισπνοή
[ispnoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Einatmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεισπνοήεισπνοή
- Inhalationθηλυκό | Femininum, weiblich fεισπνοή ιατρική | Medizinιατρεισπνοή ιατρική | Medizinιατρ