„ειλικρινής“ ειλικρινής [ilikriˈnis], ειλικρινής, ειλικρινέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aufrichtig, ehrlich aufrichtig, ehrlich ειλικρινής ειλικρινής ejemplos για να είμαι ειλικρινής offen gesagt για να είμαι ειλικρινής