„ειδυλλιακός“ ειδυλλιακός [iðiliaˈkos], ειδυλλιακή, ειδυλλιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) idyllisch idyllisch ειδυλλιακός ειδυλλιακός