„εδραιώνω“: μεταβατικό ρήμα εδραιώνω [eðreˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) festigen festigen εδραιώνω εδραιώνω