εγωκεντρικός
[eɣokjendriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εγωκεντρική, εγωκεντρικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- egozentrisch, ichbezogenεγωκεντρικόςεγωκεντρικός
εγωκεντρικός
[eɣokjendriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Egozentrikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεγωκεντρικόςεγωκεντρικός