„εγχειρίδιο“: ουδέτερο εγχειρίδιο [eŋçiˈriðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Handbuch, Dolch Handbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n εγχειρίδιο εγχειρίδιο Dolchαρσενικό | Maskulinum, männlich m εγχειρίδιο όπλο εγχειρίδιο όπλο ejemplos εγχειρίδιο κανόνων συμπεριφοράς Kniggeαρσενικό | Maskulinum, männlich m εγχειρίδιο κανόνων συμπεριφοράς