εγκληματικότητα
[eŋglimatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kriminalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκληματικότηταεγκληματικότητα
ejemplos
- Umweltkriminalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εγκληματικότητα λόγω συμμοριώνBandenkriminalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εγκληματικότητα των νέωνJugendkriminalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f