εγκληματίας
[eŋglimaˈtias]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kriminelle(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fεγκληματίαςVerbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκληματίαςεγκληματίας