εγκαρδιότητα
[eŋgarðiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Herzlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκαρδιότηταInnigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκαρδιότηταεγκαρδιότητα