„εγκαινιάζω“: μεταβατικό ρήμα εγκαινιάζω [eŋgjeniˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einweihen, eröffnen einweihen, eröffnen εγκαινιάζω εγκαινιάζω