δυσκολία
[ðiskoˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schwierigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυσκολίαδυσκολία
ejemplos
- δυσκολία εξεύρεσης νέων εργαζομένωνπληθυντικός | Plural plNachwuchssorgenπληθυντικός | Plural pl
- δυσκολία κατάποσηςπληθυντικός | Plural plSchluckbeschwerdenπληθυντικός | Plural pl
- δυσκολίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl επικοινωνίαςπληθυντικός | Plural plKommunikationsschwierigkeitenπληθυντικός | Plural pl
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos