„δυσκίνητος“ δυσκίνητος [ðisˈkjinitos], δυσκίνητη, δυσκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schwerfallig schwerfallig δυσκίνητος σωματικά δυσκίνητος σωματικά