δυσάρεστος
[ðiˈsarestos], δυσάρεστη, δυσάρεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unangenehm, unerfreulichδυσάρεστοςδυσάρεστος
- ungemütlichδυσάρεστος άνθρωποςδυσάρεστος άνθρωπος
- ärgerlichδυσάρεστος πράγμαδυσάρεστος πράγμα
ejemplos
- δυσάρεστη αίσθησηθηλυκό | Femininum, weiblich f υπερκορεσμούVöllegefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δυσάρεστη αναπνοήθηλυκό | Femininum, weiblich fMundgeruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m