δυνατότητα
[ðinaˈtotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Möglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυνατότηταδυνατότητα
ejemplos
- δυνατότητα αξιοποίησηςVerwertbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δυνατότητα εγκατάλειψης του δρόμουAusweichmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos