δυάδα
[ðiˈaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Duoουδέτερο | Neutrum, sächlich nδυάδαδυάδα
- Paschαρσενικό | Maskulinum, männlich mδυάδα με ζάριαδυάδα με ζάρια