„δρεπάνι“: ουδέτερο δρεπάνι [ðreˈpani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sense, Sichel Senseθηλυκό | Femininum, weiblich f δρεπάνι μεγάλο δρεπάνι μεγάλο Sichelθηλυκό | Femininum, weiblich f δρεπάνι μικρό δρεπάνι μικρό