δραστηριοποιούμαι
[ðrastiriopˈiume]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich engagierenδραστηριοποιούμαιδραστηριοποιούμαι
- powernδραστηριοποιούμαι οικείο | umgangssprachlichοικδραστηριοποιούμαι οικείο | umgangssprachlichοικ