δούλος
[ˈðulos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Sklaveαρσενικό | Maskulinum, männlich mδούλοςδούλος
- Knechtαρσενικό | Maskulinum, männlich mδούλος υπηρέτηςδούλος υπηρέτης