„δοξάζω“: μεταβατικό ρήμα δοξάζω [ðoˈksazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rühmen, preisen rühmen δοξάζω δοξάζω preisen δοξάζω το Θεό δοξάζω το Θεό