δοκιμαστικός
[ðokjimastiˈkos], δοκιμαστική, δοκιμαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Versuchs-δοκιμαστικόςδοκιμαστικός
- Probe-δοκιμαστικόςδοκιμαστικός
ejemplos
- δοκιμαστική εκτύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fProbedruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos