„δοκάρια“: πληθυντικός ουδετέρου δοκάρια [ðoˈkaria]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gebälk Gebälkουδέτερο | Neutrum, sächlich n δοκάρια δοκάρια