διώχνω
[ˈðjoxno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- διώχνω κυνηγώ
- vertreibenδιώχνω διώκωδιώχνω διώκω
- entlassenδιώχνω απολύωδιώχνω απολύω
- rausschmeißen, feuernδιώχνω οικείο | umgangssprachlichοικδιώχνω οικείο | umgangssprachlichοικ