διώρυγα
[ðiˈoriɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kanalαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιώρυγαδιώρυγα
ejemplos
- διώρυγα του ΠαναμάPanamakanalαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Διώρυγαθηλυκό | Femininum, weiblich f του ΣουέζSueskanalαρσενικό | Maskulinum, männlich m