διωγμός
[ðioɣˈmos, ðjoɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vertreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιωγμόςδιωγμός
- Verfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιωγμός καταδίωξηδιωγμός καταδίωξη
ejemplos
- διωγμός των χριστιανώνChristenverfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich f