„διψώ“: αμετάβατο ρήμα διψώ [ðiˈpso]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Durst haben, dürsten, hungern, sich sehnen Durst haben διψώ διψώ dürsten, hungern, sich sehnen (για nach) διψώ επιθυμώ έντονα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ διψώ επιθυμώ έντονα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ejemplos δίψασα ich bekam Durst δίψασα διψάω ich habe Durst διψάω