διχόνοια
[ðiˈxonia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zwietrachtθηλυκό | Femininum, weiblich fδιχόνοιαHaderαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιχόνοιαZerwürfnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιχόνοιαδιχόνοια