διστακτικός
[ðistaktiˈkos], διστακτική, διστακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unschlüssig, zögerndδιστακτικός αναποφάσιστοςδιστακτικός αναποφάσιστος
- διστακτικός φωνή, βήματα