διπλωματούχος
[ðiplomaˈtuxos], διπλωματούχα, διπλωματούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- diplomiert, Diplom-διπλωματούχοςδιπλωματούχος
ejemplos
- διπλωματούχος μηχανικόςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fDiplomingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f