διπλωματικός
[ðiplomatiˈkos], διπλωματική, διπλωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- diplomatischδιπλωματικόςδιπλωματικός
ejemplos
- διπλωματική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fDiplomarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f