διορισμός
[ðiorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ernennungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιορισμός σε υπηρεσίαBerufungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιορισμός σε υπηρεσίαδιορισμός σε υπηρεσία
- Anstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιορισμός δημοσίου υπαλλήλου, εργαζομένουEinstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιορισμός δημοσίου υπαλλήλου, εργαζομένουδιορισμός δημοσίου υπαλλήλου, εργαζομένου