διηθώ
[ðiiˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- filternδιηθώδιηθώ
- infiltrierenδιηθώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κτλδιηθώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κτλ