διευκόλυνση
[ðiefˈkolinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Erleichterungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιευκόλυνσηHilfeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιευκόλυνσηδιευκόλυνση