διευθύνω
[ðiefˈθino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- διευθύνω εταιρεία, ίδρυμα
- dirigierenδιευθύνω μουσδιευθύνω μουσ
- richten (προς auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διευθύνω βλέμμαδιευθύνω βλέμμα