διεγείρω
[ðieˈjiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- erregen, stimulierenδιεγείρω κ. σεξουαλικάδιεγείρω κ. σεξουαλικά
- anregenδιεγείρω φαντασίαδιεγείρω φαντασία
- aufwiegelnδιεγείρω τα πλήθηδιεγείρω τα πλήθη