„διαχρονικός“ διαχρονικός [ðiaxroniˈkos], διαχρονική, διαχρονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zeitlos zeitlos διαχρονικός διαχρονικός