διαφάνεια
[ðiaˈfania]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Durchsichtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφάνειαδιαφάνεια
- Transparenzθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαφάνεια μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαφάνεια μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Dia(positiv)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαφάνεια φωτογραφία | Fotografieφωτοδιαφάνεια φωτογραφία | Fotografieφωτο