„διατρυπώ“: μεταβατικό ρήμα διατρυπώ [ðiatriˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) durchlöchern durchlöchern διατρυπώ διατρυπώ