„διατηρήσιμος“ διατηρήσιμος [ðiatiˈrisimos], διατηρήσιμη, διατηρήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) haltbar haltbar διατηρήσιμος τρόφιμα διατηρήσιμος τρόφιμα