διασκοπικός
[ðiaskokopiˈkos], διασκοπική, διασκοπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- διασκοπικός προβολέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTageslichtprojektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m