διαξιφισμός
[ðiaksifizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fechtkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαξιφισμόςδιαξιφισμός
- Wortgefechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαξιφισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαξιφισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ