διανοητικός
[ðianoitiˈkos], διανοητική, διανοητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- διανοητικός
- intellektuellδιανοητικόςδιανοητικός
ejemplos
- διανοητική διαδικασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fDenkprozessαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διανοητική ικανότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fDenkvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich n