διακριτικό
[ðiakritiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιακριτικόδιακριτικό
ejemplos
- διακριτικό σήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nDienstmarkeθηλυκό | Femininum, weiblich fErkennungszeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διακριτικό σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nUnterscheidungsmerkmalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διακριτικό ψηφίοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKennzifferθηλυκό | Femininum, weiblich f